avow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]μεσοαγγλικά avow (με σημασίες: ‘αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εγκρίνω’ και ‘εγγυώμαι’) < παλαιογαλλικά avouer ‘αναγνωρίζω, παραδέχομαι’ < λατινικά advocare ‘καλώ-κλητεύω σε άμυνα’
(βλέπε: avouch)
Προφορά
[επεξεργασία]/əˈvaʊ/
Ρήμα μεταβατικό
[επεξεργασία]avow
Συνώνυμα
[επεξεργασία]παραδέχομαι-αναγνωρίζω: assert, declare, state, maintain, aver, attest, swear, vow, insist; confess, admit; asseverate (σπάνιο)
μτχ. δηλωμένος ανοιχτά declared, sworn, self-confessed, confessed, self-proclaimed, acknowledged, admitted, open, overt; known