awkward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | awkward |
συγκριτικός | more awkward |
υπερθετικός | most awkward |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
awkward (en)
- αδέξιος στις κινήσεις ή στη συμπεριφορά
- The penguin is awkward on land but an amazing swimmer in the water.
- Ο πιγκουίνος είναι αδέξιος στη ξηρά αλλά θαυμάσιος κολυμβητής στο νερό.
- άβολος, αμήχανος
- Things were a bit awkward at the party when her ex-boyfriend showed up.
- Ήταν λίγο άβολα τα πράγματα στο πάρτι όταν εμφανίστηκε το πρώην αγόρι της.