babil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.bil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
babil babils

babil (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) φλυαρία
     συνώνυμα: babillage, bavardage, caquet
  2. ευχάριστη πολυλογία (λέγεται για παιδιά)
  3. ευχάριστος θόρυβος που επαναλαμβάνεται συνεχώς