badger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
badger | badgers |
badger (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο ασβός
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | badger |
γ΄ ενικό ενεστώτα | badgers |
αόριστος | badgered |
παθητική μετοχή | badgered |
ενεργητική μετοχή | badgering |
badger (en)