Μετάβαση στο περιεχόμενο

badger

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
badger badgers

badger (en)

ενεστώτας badger
γ΄ ενικό ενεστώτα badgers
αόριστος badgered
παθητική μετοχή badgered
ενεργητική μετοχή badgering

badger (en)