beffroi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
beffroi | beffrois |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beffroi (fr) αρσενικό
- ξύλινος πύργος που χρησιμοποιούνταν κατά τον Μεσαίωνα για την πολιορκία των πόλεων
- πύργος ενός δήμου για την φρούρηση
- κωδωνοστάσιο, καμπαναριό
- (κατ’ επέκταση) καμπάνα