belette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
belette < υποκοριστικό του belle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bə.lɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
belette belettes
Belette.

belette (fr) θηλυκό

  1. η νυφίτσα
  2. (οικείο) γοητευτική γυναίκα ή κορίτσι, νεαρή γυναίκα που θεωρείται «εύκολη»