bladder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bladder | bladders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bladder (en)
- η κύστη, η φούσκα
- ↪ My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
- Πάει να σκάσει η φούσκα μου (=πρέπει επειγόντως να ουρήσω).
- ↪ My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
- η σαμπρέλα μιας μπάλας
- ο ασκός