bonbonne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bonbonne bonbonnes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bonbonne (fr) θηλυκό

  1. η νταμιτζάνα
  2. η φιάλη για υδραέριο (προπάνιο, κ.α.)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.