mainmise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mainmise | mainmises |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mainmise (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος) (στην εποχή της φεουδαρχίας) η κατάσχεση
- ο έλεγχος, η επιρροή
- η ανάμιξη, η παρέμβαση
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.