bonkers
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | bonkers |
συγκριτικός | more bonkers |
υπερθετικός | most bonkers |
Επίθετο[επεξεργασία]
bonkers (en) (ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό)
- τρελαίνω, τρελαίνομαι
- ↪ You’re driving me bonkers with your shouting.
- Με τρέλανες με τις φωνές σου.
- ↪ I am bonkers for sweets.
- Τρελαίνομαι για τα γλυκά.
- ↪ You’re driving me bonkers with your shouting.