boudoir
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boudoir (en)
- το μπουντουάρ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boudoir | boudoirs |
boudoir (fr) αρσενικό
- το μπουντουάρ
- μικρό στενόμακρο γλύκισμα καλυμμένο με ζάχαρη