boudoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boudoir (en)
- το μπουντουάρ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- boudoir < bouder
- Κυριολεκτικά, σημαίνει δωμάτιο όπου μπορεί κανείς να κλειστεί όταν είναι κακόκεφος.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boudoir | boudoirs |
boudoir (fr) αρσενικό
- το μπουντουάρ
- μικρό στενόμακρο γλύκισμα καλυμμένο με ζάχαρη