bowstring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bowstring | bowstrings |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bowstring (en)
- η χορδή ενός τόξου
ενικός | πληθυντικός |
bowstring | bowstrings |
bowstring (en)