box office

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
box office box offices

Ετυμολογία [επεξεργασία]

box office < → δείτε τις λέξεις box και office • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

box office (en)

  1. (μετρήσιμο) το μέρος που πωλούνται εισιτήρια για το θέατρο ή τον κινηματογράφο
  2. (μη μετρήσιμο) οι συνολικές εισπράξεις για θεατρικό έργο η κινηματογραφική ταινία
    This film will break all the box office records.
    Αυτο το φιλμ θα σπάσει όλα τα ρεκόρ εισπράξεων.
    His new play is a big box office success.
    Το καινούριο του θεατρικό έργο κάνει τρελές εισπράξεις (= έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία).

Πηγές[επεξεργασία]