Μετάβαση στο περιεχόμενο

braid

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
braid braids

braid (en)

ενεστώτας braid
γ΄ ενικό ενεστώτα braids
αόριστος braided
παθητική μετοχή braided
ενεργητική μετοχή braiding

braid (en)