breakthrough
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbreɪkθruː/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
breakthrough (en)
- καινοτομία, σημαντικότατη ανακάλυψη
- ραγδαία πρόοδος, αύξηση γνώσης
Επίθετο[επεξεργασία]
breakthrough (en)