broiement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
broiement | broiements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]broiement (fr) αρσενικό
- (σπάνιο, λόγιο) συντριβή
- (ιατρική) η συντριβή ενός αντικειμένου πριν την εξαγωγή του από το σώμα
- → δείτε τη λέξη lithotritie
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη broyer