bronco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bronco broncos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bronco < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronco (άγριος, απότομος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /brɒŋkoʊ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bronco (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • bronco, Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-08-09.