bruli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bruli < brul- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα bruli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας brulas brulanta brulata
αόριστος brulis brulinta brulita
μέλλοντας brulos brulonta brulota
υποθετική brulus - -
προστακτική brulu - -

bruli (eo)

  1. καίω
  2. καίγομαι
  3. (μεταφορικά) φλέγομαι, ανυπομονώ, « βράζω »



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

bruli (io)