brusha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brusha | brushas |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbɾu.ʃɑ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : bru‐sha
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brusha θηλυκό