bull
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bull | bulls |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bull (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος, το αρσενικό της αγελάδας
- ⮡ The bull rushed at me.
- Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου.
- ⮡ The bull rushed at me.
- (οικονομία) η άνοδος των αγορών
- Ταύρος (αστρον.) όνομα αστερισμού