bull

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bull bulls

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bull (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος, το αρσενικό της αγελάδας
    The bull rushed at me.
    Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου.
  2. (οικονομία) η άνοδος των αγορών
  3. Ταύρος (αστρον.) όνομα αστερισμού

Σημειώσεις

[επεξεργασία]