Ταύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ταύρος | οι | Ταύροι |
γενική | του | Ταύρου | των | Ταύρων |
αιτιατική | τον | Ταύρο | τους | Ταύρους |
κλητική | Ταύρε | Ταύροι | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ταύρος < αρχαία ελληνική Ταῦρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈta.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ταύ‐ρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ταύρος αρσενικό
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Tau
- (αστρολογία) το δεύτερο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου που θεωρείται ότι κυριαρχεί από 20 Απριλίου ως 20 Μαΐου
- (κατ’ επέκταση) άνθρωπος που γεννήθηκε σ'αυτό το ζώδιο
- οροσειρά της Τουρκίας
- προάστιο της Αθήνας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ταύρος στη Βικιπαίδεια
Τα ζώδια
[επεξεργασία]Κριός - Ταύρος - Δίδυμοι - Καρκίνος - Λέων - Παρθένος - Ζυγός - Σκορπιός - Τοξότης - Αιγόκερως - Υδροχόος - Ιχθείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστερισμός και οροσειρά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αστερισμοί (νέα ελληνικά)
- Αστρολογία (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)