Tau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Tau
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Tau | Taue |
γενική | Tau(e)s | Taue |
δοτική | Tau(e) | Tauen |
αιτιατική | Tau | Taue |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tau (de) ουδέτερο