bust
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bust (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]bust (en)
- (αργκό) συλλαμβάνω κάποιον, τον τσακώνω
- θρυμματίζω, χαλάω, καταστρέφω
bust (en)
bust (en)