bust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bust (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
bust (en)
- (αργκό) συλλαμβάνω κάποιον, τον τσακώνω
- θρυμματίζω, χαλάω, καταστρέφω