célébrité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
célébrité célébrités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

célébrité (fr) θηλυκό

  1. η φήμη, η διασημότητα κάποιου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη réputation
  2. (συνεκδοχικά) η φιγούρα, το αστέρι, η διασημότητα κάποιος που είναι διάσημος

Συγγενικά

[επεξεργασία]