célébrité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
célébrité | célébrités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]célébrité (fr) θηλυκό
- η φήμη, η διασημότητα κάποιου
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη réputation
- (συνεκδοχικά) η φιγούρα, το αστέρι, η διασημότητα κάποιος που είναι διάσημος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη célébrer