cadet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cadet < capdet
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadet | cadets |
θηλυκό | cadette | cadettes |
cadet (fr)
- δευτερότοκος
- νεότερος από κάποιον
- νεαρός αθλητής, 16-17 ετών
- εκπαιδευόμενος στρατιώτης ή αξιωματικός, εύελπις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- c'est le cadet de mes soucis - το ελάχιστο των προβλημάτων μου, το πιο μικρό