caliper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caliper | calipers |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caliper (en)
- (εργαλείο, συνήθως στον πληθυντικό) το παχύμετρο
- (μηχανολογία) η δαγκάνα του φρένου
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- caliper στην αγγλική Βικιπαίδεια