camouflage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
camouflage | camouflages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
camouflage (fr) αρσενικό
- το καμουφλάζ
- το καμουφλάρισμα
- το κουκούλωμα
- η συγκάλυψη