camouflage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camouflage (en)
- (μη μετρήσιμο) το καμουφλάζ, εξωτερική μεταμόρφωση αντικειμένου ή προσώπου, έτσι ώστε να προσαρμοστεί από την άποψη του σχήματος ή του χρώματος στο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο εχθρός να το διακρίνει
- ⮡ camouflage pants - καμουφλαζ παντελόνι
- (μη μετρήσιμο, ενικός) το καμουφλάζ, ο τρόπος με τον οποίο το χρώμα ή το σχήμα ενός ζώου ταιριάζει με αυτό που βρίσκεται κοντά του για να είναι δύσκολο να το δούμε
- ⮡ Camouflage is a natural way that certain animals have to protect themselves from predators.
- Το καμουφλάζ είναι ένας φυσικός τρόπος που έχουν ορισμένα ζώα για να προστατευτείτε από τα αρπακτικά.
- ⮡ Camouflage is a natural way that certain animals have to protect themselves from predators.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | camouflage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | camouflages |
αόριστος | camouflaged |
παθητική μετοχή | camouflaged |
ενεργητική μετοχή | camouflaging |
camouflage (en)
- καμουφλάρω
- ⮡ The tanks were camouflaged.
- Τα τανκς ήταν καμουφλαρισμένα.
- ⮡ The tanks were camouflaged.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camouflage | camouflages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camouflage (fr) αρσενικό
- το καμουφλάζ
- το καμουφλάρισμα
- το κουκούλωμα
- η συγκάλυψη