canardière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

canardière < canard

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
canardière canardières

canardière (fr) θηλυκό

  1. λιμνούλα με πάπιες
  2. τόπος για το κυνήγι της πάπιας
  3. μεγάλο τουφέκι για το κυνήγι της πάπιας

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη canard