cassetta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cassetta | cassette |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cassetta < cass(a) + υποκοριστικό επίθημα -etta < λατινική capsa < capio
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: κασέτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cassetta (it)