castor
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
castor | castors |
castor (fr) αρσενικό
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]castor (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του castor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un castor | castorul | nişte castori | castorii |
γενική | a unui castor | castorului | a unor castori | castorilor |
δοτική | unui castor | castorului | unor castori | castorilor |
αιτιατική | un castor | castorul | nişte castori | castorii |
κλητική | — | - | — | - |