Μετάβαση στο περιεχόμενο

castor

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
castor castors

castor (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο κάστορας



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

castor (ro) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο κάστορας