κάστορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάστορας | οι | κάστορες |
γενική | του | κάστορα | των | καστόρων |
αιτιατική | τον | κάστορα | τους | κάστορες |
κλητική | κάστορα | κάστορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάστορας < αρχαία ελληνική κάστωρ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.sto.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στο‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάστορας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) τρωκτικό που ζει κυρίως στο νερό και ανήκει στην οικογένεια Καστορίδες
- ※ Στον κάστορα, που είναι εξαφανισμένος εδώ και χρόνια και στον οποίο ενδέχεται να οφείλει το όνομά της η πόλη της Καστοριάς, είναι στραμμένα τα βλέμματα επιστημόνων, μέσα από προγράμματα που υλοποιούνται στην περιοχή. Πρόσφατα, η μακραίωνη παρουσία του κάστορα πιστοποιήθηκε από την αναγνώριση απολιθώματος από την ανασκαφή στο Δισπηλιό Καστοριάς που φανερώνει την ύπαρξη του συγκεκριμένου ζώου ήδη από τη Μέση Νεολιθική περίοδο, το 5600 π.Χ. Ωστόσο, επειδή πλέον ο κάστορας έχει εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες από την Ελλάδα, βρίσκεται σε εξέλιξη από το Εργαστήριο Θαλάσσιας και Χερσαίας Ποικιλότητας του τομέα Ζωολογίας του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ πρόγραμμα για την επανεισαγωγή του είδους στη χώρα μας, καθώς θεωρείται ότι η παρουσία του θα βοηθήσει σημαντικά στο οικοσύστημα. ([https://www.archa
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κάστορας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)