Μετάβαση στο περιεχόμενο

centrale

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

centrale < λατινική centralis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
centrale centrales

centrale (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

centrale (fr)