centrale
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
centrale | centrales |
centrale (fr) θηλυκό
- εργοστάσιο παραγωγής κάποιας μορφής ενέργειας
- centrale électrique / thermique / hydroélectrique / nucléaire
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]centrale (fr)