chain reaction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chain reaction chain reactions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chain reaction < → δείτε τις λέξεις chain και reaction

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

chain reaction (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]