Μετάβαση στο περιεχόμενο

chalk up to

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας chalk up to
γ΄ ενικό ενεστώτα chalks up to
αόριστος chalked up to
παθητική μετοχή chalked up to
ενεργητική μετοχή chalking up to

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chalk up to <  δείτε τις λέξεις chalk, up και to

chalk up to (en)

  • (ανεπίσημο) αποδίδω κάτι σε, θεωρώ ότι κάτι προκαλείται από κάτι
    παράδειγμα  He chalked up his success to hard work./He chalked his success up to hard work.
    Απέδωσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη attribute