chalk up to
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | chalk up to |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | chalks up to |
| αόριστος | chalked up to |
| παθητική μετοχή | chalked up to |
| ενεργητική μετοχή | chalking up to |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]chalk up to (en)