chamelon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chamelon < chameau
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʃa.m(ə)lɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chamelon | chamelons |
chamelon (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό της καμήλας ή της δρομάδας