chameau
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chameau | chameaux |
θηλυκό | chamelle | chamelles |
chameau (fr)
- (ζωολογία) καμήλα (με δύο καμπούρες)
- → δείτε τη λέξη: dromadaire
- (μεταφορικά) (οικείο) κακός, δυσάρεστος άνθρωπος
- (ναυτικός όρος) σύνολο αεροσάκων που βοηθούν ένα πλοίο να περάσει από ρηχά νερά
- (εντομολογία) είδος πεταλούδας της οικογένειας των Notodontidae