chaperon
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chaperon (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chaperon < chape
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaperon | chaperons |
chaperon (fr) αρσενικό
- η κουκούλα
- το πάνω μέρος ενός τοίχου, σκεπασμένο από κεραμίδια για να κυλάει το νερό της βροχής
- ένας ενήλικος που συνοδεύει και επιβλέπει έναν ανήλικο σε κοινωνικές εκδηλώσεις