chaperon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chaperon (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chaperon < chape

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃa.pʁ̃ɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chaperon chaperons

chaperon (fr) αρσενικό

  1. η κουκούλα
  2. το πάνω μέρος ενός τοίχου, σκεπασμένο από κεραμίδια για να κυλάει το νερό της βροχής
  3. ένας ενήλικος που συνοδεύει και επιβλέπει έναν ανήλικο σε κοινωνικές εκδηλώσεις

Παράγωγα

[επεξεργασία]