chevron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chevron (en)
- εραλδικό V
- γαλόνι σε σχήμα V
- (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) γωνιώδης αγκύλη, ένα από τα σύμβολα:
< >
- δείτε επίσης: angle brackets στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
chevron στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chevron | chevrons |
chevron (fr) αρσενικό