cipollone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Cipollone
      ενικός         πληθυντικός  
cipollone cipolloni

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cipollone < cipoll(a) + μεγεθυντικό επίθημα -one

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cipollone (it) αρσενικό

  1. (λαχανικό) μεγάλο κρεμμύδι
  2. ρολόι τσέπης