circa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
circa (en)
- γύρω σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία
- ↪ He was born circa 970 A.D.
- Γεννήθηκε γύρω στα 970 μ.Χ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
- ↪ He was born circa 970 A.D.
Πηγές[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- circa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwel<circum
Πρόθεση[επεξεργασία]
circa και c.
- περίπου
- (στις χρονολογίες) «περί το...», «γύρω στο...»
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συντάσσεται με αιτιατική.
- Συχνά αναγράφεται - ειδικά σε άλλες γλώσσες - c. ή ca. και ca
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες σε σχέση με μια ημερομηνία, στη γενεαλογία και ιστορική γραφή, όταν δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οι ημερομηνές των γεγονότων.
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
circa (ro)