circa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- circa < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kwel<circum
Πρόθεση[επεξεργασία]
circa και c.
- περίπου
- (στις χρονολογίες) «περί το...», «γύρω στο...»
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συντάσσεται με αιτιατική.
- Συχνά αναγράφεται - ειδικά σε άλλες γλώσσες - c. ή ca. και ca
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες σε σχέση με μια ημερομηνία, στη γενεαλογία και ιστορική γραφή, όταν δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οι ημερομηνές των γεγονότων.
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
circa (ro)