collage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- collage < coller
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
collage | collages |
collage (fr) αρσενικό
- το κόλλημα
- η ιδιότητα του να είναι κάτι κολλημένο
- (τέχνη) το κολάζ
- (μεταφορικά) (οικείο) η συγκατοίκηση ενός άντρα και μιας γυναίκας χωρίς να είναι παντρεμένοι