collage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
collage < coller

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.laʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
collage collages

collage (fr) αρσενικό

  1. το κόλλημα
  2. η ιδιότητα του να είναι κάτι κολλημένο
  3. (τέχνη) το κολάζ
  4. (μεταφορικά) (οικείο) η συγκατοίκηση ενός άντρα και μιας γυναίκας χωρίς να είναι παντρεμένοι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]