colorful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός colorful
συγκριτικός more colorful
υπερθετικός most colorful

Ετυμολογία [επεξεργασία]

colorful < color + -ful

Επίθετο[επεξεργασία]

colorful (en)

  • πολύχρωμος, που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα
    The colorful fireworks offered a magical sight.
    Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.

Πηγές[επεξεργασία]