compress

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compress compresses

compress (en)

ενεστώτας compress
γ΄ ενικό ενεστώτα compresses
αόριστος compressed
παθητική μετοχή compressed
ενεργητική μετοχή compressing

compress (en)

  • συμπιέζω
    ⮡  I am compressing the air.
    Συμπιέζω τον αέρα.
    ⮡  The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
    Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.
    ⮡  compressed gas - πεπιεσμένο αέριο