conclude
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conclude < λατινική concludere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος concludo < con- + claudo
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]conclude (en)