conclude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conclude < λατινική concludere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος concludo < con- + claudo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kən.ˈkluːd/
Ρήμα[επεξεργασία]
conclude (en)