Μετάβαση στο περιεχόμενο

concrete noun

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
concrete noun concrete nouns

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
concrete noun < → δείτε τις λέξεις concrete και noun

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

concrete noun (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]