confiscatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confiscatoire | confiscatoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
confiscatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δημευτικός
- taux confiscatoire d'un impôt - υψηλό ποσοστό φόρου που απορροφά το σύνολο των εισοδημάτων