confiscatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
confiscatoire confiscatoires

Επίθετο[επεξεργασία]

confiscatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. δημευτικός
    taux confiscatoire d'un impôt - υψηλό ποσοστό φόρου που απορροφά το σύνολο των εισοδημάτων