confrontation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
confrontation confrontations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confrontation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)



      ενικός         πληθυντικός  
confrontation confrontations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confrontation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]