confrontation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
confrontation | confrontations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]confrontation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αντιμετώπιση, η αναμέτρηση
Πηγές
[επεξεργασία]- confrontation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 51-52. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναμέτρηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
confrontation | confrontations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]confrontation (fr) θηλυκό
- η αντιπαράθεση, η αναμέτρηση, η αντιπαραβολή, η αντιμετώπιση, η αντιπαράταξη