coniunx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coniunx < coniugo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkon.juːnks/ και /ˈkɔn.juːŋks/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coniunx αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | coniunx | coniugēs |
γενική | coniugis | coniugum |
δοτική | coniugī | coniugibus |
αιτιατική | coniugem | coniugēs |
κλητική | coniunx | coniugēs |
αφαιρετική | coniuge | coniugibus |