controlor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
controlor (ro) αρσενικό
- ο ελεγκτής
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του controlor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un controlor | controlorul | nişte controlori | controlorii |
γενική | a unui controlor | controlorului | a unor controlori | controlorilor |
δοτική | unui controlor | controlorului | unor controlori | controlorilor |
αιτιατική | un controlor | controlorul | nişte controlori | controlorii |
κλητική | — | - | — | - |