convivialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.vi.vja.li.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
convivialité | convivialités |
convivialité (fr) θηλυκό
- καλές σχέσεις μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνίας
- (αγγλισμός) η σχέση μεταξύ των συνδαιτυμόνων που ευχαριστιούνται να τρώνε μαζί
- (πληροφορική) ευκολία πρόσβασης ή χρήσης